Apfel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Apfel | die | Äpfel |
γενική | des | Apfels | der | Äpfel |
δοτική | dem | Apfel | den | Äpfeln |
αιτιατική | den | Apfel | die | Äpfel |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Apfel < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική apfel < παλαιά άνω γερμανική apful [1] [2] < πρωτογερμανική *apluz
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Apfel (de) αρσενικό
- (φρούτο) το μήλο
- Heute morgen habe ich zwei Äpfel gegessen.
- Σήμερα το πρωί έφαγα δυο μήλα.
- Heute morgen habe ich zwei Äpfel gegessen.
- (συνεκδοχικά) η μηλιά
- (μεταφορικά, στον πληθυντικό) τα γυναικεία στήθη
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Äpfel mit Birnen vergleichen : το να συγκρίνω μήλα με πορτοκάλια, το να συγκρίνω δυο ασύγκριτα πράγματα
Παροιμίες[επεξεργασία]
- der Apfel fällt nicht weit vom Stamm : το μήλο κάτω απ' τη μηλιά θα πέσει
- ein Apfel pro Tag, hält den Doktor fern : ένα μήλο την ημέρα, τον γιατρό τον κάνει πέρα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Apfel στη γερμανική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά αρσενικά (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Φρούτα (γερμανικά)