Arbeitsplatz
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈʔaʁbaɪ̯tsˌplats/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Arbeitsplatz (de) αρσενικό
Arbeitsplatz (de) αρσενικό