Archäologin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Archäologin (de) θηλυκό (αρσενικό Archäologe)
Archäologin (de) θηλυκό (αρσενικό Archäologe)