Aufführung
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Aufführung | die | Aufführungen |
γενική | der | Aufführung | der | Aufführungen |
δοτική | der | Aufführung | den | Aufführungen |
αιτιατική | die | Aufführung | die | Aufführungen |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Aufführung (de) θηλυκό