Augenbraue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Augenbraue | die | Augenbrauen |
γενική | der | Augenbraue | der | Augenbrauen |
δοτική | der | Augenbraue | den | Augenbrauen |
αιτιατική | die | Augenbraue | die | Augenbrauen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Augenbraue (de) θηλυκό