Ausbildung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Ausbildung | die | Ausbildungen |
γενική | der | Ausbildung | der | Ausbildungen |
δοτική | der | Ausbildung | den | Ausbildungen |
αιτιατική | die | Ausbildung | die | Ausbildungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ausbildung (de) θηλυκό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ausbilden