Auslassung
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Auslassung | die | Auslassungen |
γενική | der | Auslassung | der | Auslassungen |
δοτική | der | Auslassung | den | Auslassungen |
αιτιατική | die | Auslassung | die | Auslassungen |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Auslassung (de) θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Auslassung - Duden online.
- Auslassung - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).