Bäckerin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Bäckerin | die | Bäckerinnen |
γενική | der | Bäckerin | der | Bäckerinnen |
δοτική | der | Bäckerin | den | Bäckerinnen |
αιτιατική | die | Bäckerin | die | Bäckerinnen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Bäckerin (de) θηλυκό