Bahn

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Bahn die Bahnen
γενική der Bahn der Bahnen
δοτική der Bahn den Bahnen
αιτιατική die Bahn die Bahnen

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Bahn (de) θηλυκό

  1. η οδός
  2. το τρένο
  3. τροχιά
    Erdbahn - τροχιά της γης

Σύνθετα[επεξεργασία]


Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Bahn αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Bahn < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Bahn αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]