Bahn
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Bahn | die | Bahnen |
γενική | der | Bahn | der | Bahnen |
δοτική | der | Bahn | den | Bahnen |
αιτιατική | die | Bahn | die | Bahnen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Bahn (de) θηλυκό