Benzin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /bɛnˈt͡siːn/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Benzin (de) ουδέτερο
- η βενζίνη
- ↪ Benzin ist teuer geworden - η βενζίνη έχει ακριβύνει
Σύνθετα[επεξεργασία]
Απόγονοι[επεξεργασία]
Benzin (γερμανικά)