Benzin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Benzin (de) ουδέτερο
- η βενζίνη
- Benzin ist teuer geworden - η βενζίνη έχει ακριβύνει