Μετάβαση στο περιεχόμενο

Berliner

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
Berliner Berliners

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Berliner (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bɛʁˈliːnɐ/
 
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Berliner

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Berliner (de) αρσενικό (θηλυκό Berlinerin)

  1. (πατριδωνυμικό) Βερολινέζος
  2. (γλυκό) είδος γλυκίσματος


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Berliner αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,