Bock
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Bock | die Böcke |
γενική | des Bock(e)s | der Böcke |
δοτική | dem Bock(e) | den Böcken |
αιτιατική | den Bock | die Böcke |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Bock (de) αρσενικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- den Bock zum Gärtner machen - βάζω τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα (κυριολεκτικά: κάνω τον τράγο κηπουρό)
Σύνθετα[επεξεργασία]