Braten

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Braten (de) αρσενικό

der Braten ist angebrannt! - το ψητό παραψήθηκε!