Brot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Brot | die | Brote |
γενική | des | Brots Brotes |
der | Brote |
δοτική | dem | Brot Brote |
den | Broten |
αιτιατική | das | Brot | die | Brote |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Brot < συγγενές με το αγγλικό bread
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Brot (de) ουδέτερο
- το ψωμί
- ein stück Brot - ένα κομμάτι ψωμί