Catalan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
Catalan | Catalans |
Επίθετο[επεξεργασία]
Catalan (en)
- καταλανικός, -ή, -ό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Catalan (en)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Catalan (en)
- (γλώσσα) τα καταλανικά
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Catalan < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Catalan αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Catalan < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Catalan αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [2]