Catalan
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
Catalan | Catalans |
Επίθετο
[επεξεργασία]Catalan (en)
- καταλανικός, -ή, -ό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Catalan (en)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Catalan (en)
- (γλώσσα) τα καταλανικά
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | Catalan | Catalans |
θηλυκό | Catalane | Catalanes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Catalan (fr) αρσενικό
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Catalan < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Catalan αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Catalan < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Catalan αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Εθνικά ονόματα (αγγλικά)
- Κύρια ονόματα (αγγλικά)
- Γλώσσες (αγγλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Εθνικά ονόματα (γαλλικά)
- Κύρια ονόματα (ιταλικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (ιταλικά)
- Κύρια ονόματα (σουηδικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (σουηδικά)