Cousin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Cousin | die Cousins |
γενική | des Cousins | der Cousins |
δοτική | dem Cousin | den Cousins |
αιτιατική | den Cousin | die Cousins |
Cousin (de) αρσενικό (θηλυκό Cousine)
- ο ξάδελφος