Cousin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Cousin | die | Cousins |
γενική | des | Cousins | der | Cousins |
δοτική | dem | Cousin | den | Cousins |
αιτιατική | den | Cousin | die | Cousins |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Cousin < (άμεσο δάνειο) γαλλική cousin < λατινική consobrinus [1] [2]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Cousin (de) αρσενικό (θηλυκό : Cousine)
- (οικογένεια) ο ξάδελφος / ξάδερφος
- Mein Cousin kommt aus dem Dorf zu Besuch.
- Ο ξάδελφος μου έρχεται για επίσκεψη απ' το χωριό.
- Mein Cousin kommt aus dem Dorf zu Besuch.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Cousin στη γερμανική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά αρσενικά (γερμανικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Οικογένεια (γερμανικά)