Cousine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Cousine | die | Cousinen |
γενική | der | Cousine | der | Cousinen |
δοτική | der | Cousine | den | Cousinen |
αιτιατική | die | Cousine | die | Cousinen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Cousine < (άμεσο δάνειο) γαλλική cousine [1] < λατινική consobrina [2]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Cousine (de) θηλυκό
- (οικογένεια) η ξαδέρφη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά θηλυκά (γερμανικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Οικογένεια (γερμανικά)