Deckel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Deckel | die Deckel |
γενική | des Deckels | der Deckel |
δοτική | dem Deckel | den Deckeln |
αιτιατική | den Deckel | die Deckel |
Deckel (de) αρσενικό