Deutsch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Deutsch < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου deutsch (γερμανικός)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Deutsch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (γλώσσα) τα γερμανικά, η γερμανική γλώσσα
- Entschuldigung, sprechen Sie Deutsch?
- Με συγχωρείτε, μιλάτε γερμανικά;
- Entschuldigung, sprechen Sie Deutsch?
- (εκπαίδευση) τα γερμανικά, ως σχολικό μάθημα
- Morgen schreiben wir einen Test in Deutsch.
- Αύριο γράφουμε ένα τεστ στα γερμανικά.
- ≈ συνώνυμα: Deutschunterricht
- Morgen schreiben wir einen Test in Deutsch.
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Deutsch στη γερμανική Βικιπαίδεια