Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ding

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Ding die Dinge
γενική des Dings
Dinges
der Dinge
δοτική dem Ding
Dinge
den Dingen
αιτιατική das Ding die Dinge

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ding < από πρωτογερμανική ρίζα, συγγενές με το αγγλικό thing

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Ding (de) ουδέτερο

  1. πράγμα, αντικείμενο
  2. (ιστορικά) λαϊκή συνέλευση στα αρχαία γερμανικά φύλα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  1. Sache, Gegenstand, Zeug



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ding < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ding αρσενικό

  • Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 , φύλλο Miehet kaikki



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ding < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ding αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden