Drittel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Drittel (de) ουδέτερο

  • το ένα τρίτο
    ein Drittel - ένα τρίτο