Duft
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Duft | die | Düfter |
γενική | des | Duftes Dufts |
der | Düfter |
δοτική | dem | Duft Dufte |
den | Düftern |
αιτιατική | den | Duft | die | Düfter |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Duft (de) αρσενικό
Πηγές
[επεξεργασία]- Duft - Duden online.
- Duft - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).