Μετάβαση στο περιεχόμενο

Duft

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Duft die Düfter
γενική des Duftes
Dufts
der Düfter
δοτική dem Duft
Dufte
den Düftern
αιτιατική den Duft die Düfter

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Duft (de) αρσενικό

  • Duft - Duden online.
  • Duft - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).