Dumãnicã
Εμφάνιση
Αρωμουνικά (βλάχικα) (roa-rup)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Dumãnicã < (κληρονομημένο) λατινική dies Dominica
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Dumãnicã (roa-rup) θηλυκό (πληθυντικός Dumãnits)
![]() |
Dumãnicã (roa-rup) θηλυκό (πληθυντικός Dumãnits)