Durst
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Durst (de) θηλυκό
- η δίψα
- ich habe Durst - δειψώ
Durst (de) θηλυκό