Durst
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Durst (de) θηλυκό
- η δίψα
- ich habe Durst - δειψώ
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Durst < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Durst αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Durst < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Durst αρσενικό ή θηλυκό