Ei
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Ei | die | Eier |
γενική | des | Eis Eies |
der | Eier |
δοτική | dem | Ei Eie |
den | Eiern |
αιτιατική | das | Ei | die | Eier |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Ei (de) ουδέτερο
- (βιολογία) το αβγό
- (τρόφιμο) το αβγό ως φαγητό
- (βιολογία) το ωάριο
- (προφορικό, αθλητισμός) η μπάλα που χρησιμοποιείται σε αθλήματα, κυρίως στο ποδόσφαιρο
- (προφορικό, κυρίως στον πληθυντικό) οι όρχεις
- (προφορικό) τα λεφτά
Παράγωγα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Ei στη γερμανική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ei αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ουδέτερα (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Βιολογία (γερμανικά)
- Τρόφιμα (γερμανικά)
- Προφορικοί όροι (γερμανικά)
- Αθλητισμός (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (γερμανικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (γερμανικά)