Einführung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Einführung | die | Einführungen |
γενική | der | Einführung | der | Einführungen |
δοτική | der | Einführung | den | Einführungen |
αιτιατική | die | Einführung | die | Einführungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Einführung (de) θηλυκό