Einkauf
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Einkauf | die | Einkäufe |
γενική | des | Einkaufes Einkaufs |
der | Einkäufe |
δοτική | dem | Einkauf Einkaufe |
den | Einkäufen |
αιτιατική | den | Einkauf | die | Einkäufe |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Einkauf (de) αρσενικό
Σύνθετα[επεξεργασία]
- der Einkaufswagen