Einstellung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Einstellung | die | Einstellungen |
γενική | der | Einstellung | der | Einstellungen |
δοτική | der | Einstellung | den | Einstellungen |
αιτιατική | die | Einstellung | die | Einstellungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Einstellung (de) θηλυκό