Ekliptik
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ekliptik (de) θηλυκό
- (αστρονομία) η εκλειπτική
![]() |
Ekliptik (de) θηλυκό