Eltern
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | — | die | Eltern | |
γενική | — | der | Eltern | |
δοτική | — | den | Eltern | |
αιτιατική | — | die | Eltern |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Eltern < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική eltern / altern < παλαιά άνω γερμανική eltiron / altiron (μεγαλύτεροι, γηραιότεροι) < συγκριτικός βαθμός του alt (ηλικιωμένος, γηραιός) [1] [2]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Eltern (de) μόνο στον πληθυντικό
- (οικογένεια) οι γονείς
- ↪ Deine Eltern sind sehr freundlich.
- Οι γονείς σου είναι πολύ φιλικοί.
- ↪ Deine Eltern sind sehr freundlich.
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Eltern στη γερμανική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Οικογένεια (γερμανικά)