English

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/

Επίθετο[επεξεργασία]

English (en)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

English (en)

  1. (γλώσσα) (μόνο στον ενικό, αντί πληθυντικού: variety of English) αγγλικά, η αγγλική γλώσσα
  2. (εθνικό όνομα) οι Άγγλοι, ο λαός της Αγγλίας
     συνώνυμα: Englishmen, Englishwomen
  3. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)