Entschuldigung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Entschuldigung | die | Entschuldigungen |
γενική | der | Entschuldigung | der | Entschuldigungen |
δοτική | der | Entschuldigung | den | Entschuldigungen |
αιτιατική | die | Entschuldigung | die | Entschuldigungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Entschuldigung (de) θηλυκό