Erdöl
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Erdöl | Erdöle |
γενική | Erdöl(e)s | Erdöle |
δοτική | Erdöl(e) | Erdölen |
αιτιατική | Erdöl | Erdöle |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Erdöl (de) ουδέτερο