Μετάβαση στο περιεχόμενο

Erdbeere

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Erdbeere die Erdbeeren
γενική der Erdbeere der Erdbeeren
δοτική der Erdbeere den Erdbeeren
αιτιατική die Erdbeere die Erdbeeren

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Erdbeere < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική ertber < παλαιά άνω γερμανική erdberi [1] [2]
Αναλύεται σε: Erde (γη) + Beere (μούρο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈeːɐ̯tˌbeːʁə/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Erdbeere (de) θηλυκό

  1. (φρούτο) η φράουλα
  2. (συνεκδοχικά) η φραουλιά

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Erdbeere στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Erdbeere - Duden online.
  2. Erdbeere - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).