Ereignis

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Ereignis die Ereignisse
γενική des Ereignisses der Ereignisse
δοτική dem Ereignis
Ereignisse
den Ereignissen
αιτιατική das Ereignis die Ereignisse

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ereignis < ereig(nen) + -nis

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɛɐ̯ˈʔaɪ̯ɡnɪs/
 
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Ereignis (de) ουδέτερο

  • το γεγονός
    Die Entdeckung Amerikas war eines der wichtigsten Ereignisse der Geschichte.
    Η ανακάλυψη της Αμερικής ήταν ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της ιστορίας.

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Ereignis στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια