Erlaubnis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɛɐ̯ˈlaʊ̯pnɪs/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Er‐laub‐nis
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Erlaubnis | die | Erlaubnisse |
γενική | der | Erlaubnis | der | Erlaubnisse |
δοτική | der | Erlaubnis | den | Erlaubnissen |
αιτιατική | die | Erlaubnis | die | Erlaubnisse |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Erlaubnis (de) θηλυκό