Feind
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Feind | die | Feinde |
γενική | des | Feinds Feindes |
der | Feinde |
δοτική | dem | Feind Feinde |
den | Feinden |
αιτιατική | den | Feind | die | Feinde |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Feind (de) αρσενικό (θηλυκό Feindin)
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Feind αρσενικό ή θηλυκό