Feststellung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Feststellung | die | Feststellungen |
γενική | der | Feststellung | der | Feststellungen |
δοτική | der | Feststellung | den | Feststellungen |
αιτιατική | die | Feststellung | die | Feststellungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Feststellung (de) θηλυκό