Finnisch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Finnisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (γλώσσα) η φινλανδική γλώσσα, τα φινλανδικά
Δείτε επίσης : finnisch |
Finnisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό