Μετάβαση στο περιεχόμενο

Française

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Française θηλυκό του Français

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
Française Françaises

Française (fr) θηλυκό