Frau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Frau | die | Frauen |
γενική | der | Frau | der | Frauen |
δοτική | der | Frau | den | Frauen |
αιτιατική | die | Frau | die | Frauen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Frau (de) θηλυκό
- η γυναίκα
- η σύζυγος
- προσφώνηση για ενήλικη γυναίκα, κυρία
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Frau στη γερμανική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Frau < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Frau αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά θηλυκά (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Κύρια ονόματα (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (ιταλικά)