Garten
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Garten (de) αρσενικό
- ο κήπος
- der Garten ist schön - ο κήπος είναι όμορφος
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Garten < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Garten αρσενικό ή θηλυκό