Gebrechen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Gebrechen | die | Gebrechen |
γενική | des | Gebrechens | der | Gebrechen |
δοτική | dem | Gebrechen | den | Gebrechen |
αιτιατική | das | Gebrechen | die | Gebrechen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Gebrechen (de) ουδέτερο