Gefangener
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Gefangener < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Gefangener (de) αρσενικό (κλίνεται ως επίθετο)
- κρατούμενος, φυλακισμένος, τρόφιμος φυλακών
- politischer Gefangener - πολιτικός κρατούμενος