Geriaterin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Geriaterin | die | Geriaterinnen |
γενική | der | Geriaterin | der | Geriaterinnen |
δοτική | der | Geriaterin | den | Geriaterinnen |
αιτιατική | die | Geriaterin | die | Geriaterinnen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɡəˈʁi̯aːtəʁɪn/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Geriaterin (de) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Geriatrie