Μετάβαση στο περιεχόμενο

Getränk

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Getränk die Getränke
γενική des Getränks
Getränkes
der Getränke
δοτική dem Getränk
Getränke
den Getränken
αιτιατική das Getränk die Getränke

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Getränk < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική getrenke < περιληπτικό ουσιαστικό της λέξης «Trank» (ποτό) με πρόθημα ge- [1] [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡəˈtʁɛŋk/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Getränk (de) ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Getränk - Duden online.
  2. Getränk - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).