Glühwein
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Glühwein | die | Glühweine |
γενική | des | Glühweins Glühweines |
der | Glühweine |
δοτική | dem | Glühwein Glühweine |
den | Glühweinen |
αιτιατική | den | Glühwein | die | Glühweine |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Glühwein < glühen (πυρακτώνομαι) + Wein (κρασί)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɡlyːvaɪ̯n/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Glühwein (de) αρσενικό