Glied
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | das Glied | die Glieder |
γενική | des Glieds des Gliedes |
der Glieder |
δοτική | dem Glied dem Gliede |
den Gliedern |
αιτιατική | das Glied | die Glieder |
Glied (de) ουδέτερο