Großmutter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Großmutter | die | Großmütter |
γενική | der | Großmutter | der | Großmütter |
δοτική | der | Großmutter | den | Großmüttern |
αιτιατική | die | Großmutter | die | Großmütter |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɡʁoːsˌmʊtɐ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Großmutter (de) θηλυκό
- (οικογένεια) η γιαγιά
- (προφορικό) ηλικιωμένη γυναίκα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Oma (χαϊδευτικό)
- Omi (χαϊδευτικό)