Großnichte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Großnichte | die | Großnichten |
γενική | der | Großnichte | der | Großnichten |
δοτική | der | Großnichte | den | Großnichten |
αιτιατική | die | Großnichte | die | Großnichten |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɡʁoːsˌnɪçtə/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Großnichte (de) θηλυκό
- (οικογένεια) η μικρανεψιά